Δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα οι εισηγήσεις της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για αλλαγές στον σωφρονιστικό κώδικα. Μακριά από εμένα η πρόθεση να ακυρώσω ή να μηδενίσω εισηγήσεις για λήψη μέτρων τα οποία πιθανόν να αμβλύνουν σε κάποιο βαθμό τα δεινά του εγκλεισμού. Καθώς επίσης δεν ξέρω πόσα από αυτά θα υιοθετηθούν τελικά και ποια θα είναι η τελική τους διατύπωση, δεν έχει και νόημα να επιχειρήσω να εντοπίσω πώς εμπεριέχεται σ’ αυτά ένα μείζον ζήτημα το οποίο αφορά παθολογίες που ενδημούν στη συνθήκη του "σωφρονιστικού" εγκλεισμού. Δηλαδή τις εξαιρέσεις οι οποίες, ρητά ή υπόρρητα, θα περιορίσουν την εμβέλεια τους εντάσσοντάς τα στο πλέγμα ανταμοιβών/κυρώσεων, ελέγχων και επιβολής της πειθαρχίας. Μεταθέτοντας σε μεταγενέστερο χρόνο παρόμοιους προβληματισμούς, επιστρέφω για μια ακόμα φορά σ' αυτό που κατά τη γνώμη μου αποτελεί την αφετηρία του "σωφρονιστικού κακού": Οι φυλακές είναι μέρος μόνον ενός ευρύτερου συστήματος παραγωγής «εγκληματιών», είναι το τελικό στάδιο μιας διαδικασίας από-κοινωνικοποίησης που ξεκινά και ολοκληρώνεται ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Πως είναι λοιπόν δυνατόν να αναμορφώσεις το τελικό στάδιο και να περιμένεις αποτελέσματα, πώς μπορεί η οποιαδήποτε μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού τοπίου να επηρεάσει αυτό που προηγείται και αυτό που έπεται: την συνεχώς αυξανόμενη ροή εγκλείστων, προφυλακισμένων ή καταδίκων στις ήδη εκρηκτικά γεμάτες φυλακές, την νομοτελειακή σχεδόν επιστροφή στη φυλακή του μεγαλύτερου αριθμού από αυτούς ως εκ προοιμίου κοινωνικά αποκλεισμένων των οποίων επιβεβαιώθηκε και θεσμικά ο κοινωνικός αποκλεισμός; Πώς μπορεί να επηρεάσει κανείς τις δεσπόζουσες εικόνες περί «του είναι στην πραγματικότητα ο εγκληματίας» και τους τρόπους με τους οποίους αυτές αναπαράγονται μέσα από την αστυνομική επιτήρηση και, κυρίως, την δικαστική κρίση, όταν οι ποινικοί θεσμοί δημιουργούν και αναπαράγουν τους «συνήθεις εγκληματίες» κι αυτό στο πλαίσιο της κανονικότητας και όχι εκτροπών της λειτουργίας τους; Οι διαδικασίες, λοιπόν, που προηγούνται της καταδίκης και παράγουν «πραγματικά» αποτελέσματα στο κοινωνικό πεδίο, η δικαστική απόφαση με δυο λόγια, παραπέμπουν μεν σε νόμους αλλά, επί της ουσίας, είναι η ερμηνεία την οποία δίνει ο δικαστής στον νόμο. Αυτό σημαίνει ότι δεν χρησιμοποιεί έτοιμες κατηγορίες που εμπεριέχονται στον νόμο αλλά "κατασκευάζει" κατηγορίες, ερμηνεύει τον νόμο με βάση ορισμούς, ερμηνείες, αναπαραστάσεις που είναι κυρίαρχες στα ευρύτερα κοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα. Για παράδειγμα, η αντίληψη ότι οι μετανάστες είναι εν δυνάμει εγκληματίες δεν υπάρχει στον νόμο, παράγεται μέσα από εξω-νομικές διαδικασίες, στο κοινωνικό πεδίο και επηρεάζει τη στάση του δικαστή που θα βρεθεί να δικάζει μετανάστες. Και όσο πιο φοβικές ή/και πιο κατασταλτικές στάσεις υπάρχουν στην κοινωνία, τόσο πιο αυστηρές αποφάσεις παράγονται στο δικαστικό πεδίο ανατροφοδοτώντας τον φόβο του εγκλήματος στη βάση της πλασματικής εξίσωσης αύξηση ποινικού πληθυσμού=αύξηση της εγκληματικότητας. Οι έχοντες εμπειρία από ποινικές δίκες και την ανάγνωση της λογικής τους, αβίαστα θα ανακαλέσουν πλήθος παραδειγμάτων καταρράκωσης θεμελιακών αξιωμάτων που παραπέμπουν στην ίδια την αστική νομική κουλτούρα ως αξιώματα που εισήγαγε ο νομικός διαφωτισμός και, ιδεατά, θα έπρεπε να αντανακλώνται στη λειτουργία των τιμωρητικών θεσμών και ειδικότερα στο στάδιο της διαδικασίας στο ακροατήριο. Πρώτον, ότι το άτομο δεν μπορεί να γίνεται μέσο για την άσκηση μιας πολιτικής –κι εδώ αναφέρομαι στην «παραδειγματικού» χαρακτήρα ανακύκλωση των «συνήθων εγκληματιών», στους οποίους τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν και οι νεαροί/διαδηλωτές/εν δυνάμει τρομοκράτες∙ άρα, δεύτερον, ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα της πρόσβασης σε δίκαιη δίκη με ό, τι συνεπάγεται αυτό στο επίπεδο της διασφάλισης των όρων μιας αμερόληπτης κρίσης, η οποία θα βασίζεται σε γεγονότα και αποδείξεις και όχι σε εκτιμήσεις ή αντανακλάσεις του φοβικού κλίματος που κατασκευάζει τους εκάστοτε «εσωτερικούς εχθρούς». Όπως, λοιπόν, είναι αστείο πια να μιλάμε για αναμορφωτική λειτουργία της φυλακής είναι επίσης ανεδαφικό να μιλάμε και για αναμόρφωση του σωφρονιστικού υποσυστήματος αγνοώντας τις εκτροπές του συνολικού συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης κι ας αφήσουμε στην άκρη ψευδεπίγραφους όρους όπως σωφρονισμός ή κοινωνική επανένταξη οι οποίοι προσκρούουν στην ίδια τη δομική παθολογία της φυλακής και στον ανελαστικό χαρακτήρα της κοινωνικής δομής που παράγει αποκλεισμούς τους επικυρώνουν θεσμικά οι ποινικοί θεσμοί.
Κυριακή 27 Μαρτίου 2011
Σωφρονιστική μεταρρύθμιση vs συστήματος θεσμικών αποκλεισμών
Από την Αφροδίτη Κουκουτσάκη
Δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα οι εισηγήσεις της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για αλλαγές στον σωφρονιστικό κώδικα. Μακριά από εμένα η πρόθεση να ακυρώσω ή να μηδενίσω εισηγήσεις για λήψη μέτρων τα οποία πιθανόν να αμβλύνουν σε κάποιο βαθμό τα δεινά του εγκλεισμού. Καθώς επίσης δεν ξέρω πόσα από αυτά θα υιοθετηθούν τελικά και ποια θα είναι η τελική τους διατύπωση, δεν έχει και νόημα να επιχειρήσω να εντοπίσω πώς εμπεριέχεται σ’ αυτά ένα μείζον ζήτημα το οποίο αφορά παθολογίες που ενδημούν στη συνθήκη του "σωφρονιστικού" εγκλεισμού. Δηλαδή τις εξαιρέσεις οι οποίες, ρητά ή υπόρρητα, θα περιορίσουν την εμβέλεια τους εντάσσοντάς τα στο πλέγμα ανταμοιβών/κυρώσεων, ελέγχων και επιβολής της πειθαρχίας. Μεταθέτοντας σε μεταγενέστερο χρόνο παρόμοιους προβληματισμούς, επιστρέφω για μια ακόμα φορά σ' αυτό που κατά τη γνώμη μου αποτελεί την αφετηρία του "σωφρονιστικού κακού": Οι φυλακές είναι μέρος μόνον ενός ευρύτερου συστήματος παραγωγής «εγκληματιών», είναι το τελικό στάδιο μιας διαδικασίας από-κοινωνικοποίησης που ξεκινά και ολοκληρώνεται ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Πως είναι λοιπόν δυνατόν να αναμορφώσεις το τελικό στάδιο και να περιμένεις αποτελέσματα, πώς μπορεί η οποιαδήποτε μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού τοπίου να επηρεάσει αυτό που προηγείται και αυτό που έπεται: την συνεχώς αυξανόμενη ροή εγκλείστων, προφυλακισμένων ή καταδίκων στις ήδη εκρηκτικά γεμάτες φυλακές, την νομοτελειακή σχεδόν επιστροφή στη φυλακή του μεγαλύτερου αριθμού από αυτούς ως εκ προοιμίου κοινωνικά αποκλεισμένων των οποίων επιβεβαιώθηκε και θεσμικά ο κοινωνικός αποκλεισμός; Πώς μπορεί να επηρεάσει κανείς τις δεσπόζουσες εικόνες περί «του είναι στην πραγματικότητα ο εγκληματίας» και τους τρόπους με τους οποίους αυτές αναπαράγονται μέσα από την αστυνομική επιτήρηση και, κυρίως, την δικαστική κρίση, όταν οι ποινικοί θεσμοί δημιουργούν και αναπαράγουν τους «συνήθεις εγκληματίες» κι αυτό στο πλαίσιο της κανονικότητας και όχι εκτροπών της λειτουργίας τους; Οι διαδικασίες, λοιπόν, που προηγούνται της καταδίκης και παράγουν «πραγματικά» αποτελέσματα στο κοινωνικό πεδίο, η δικαστική απόφαση με δυο λόγια, παραπέμπουν μεν σε νόμους αλλά, επί της ουσίας, είναι η ερμηνεία την οποία δίνει ο δικαστής στον νόμο. Αυτό σημαίνει ότι δεν χρησιμοποιεί έτοιμες κατηγορίες που εμπεριέχονται στον νόμο αλλά "κατασκευάζει" κατηγορίες, ερμηνεύει τον νόμο με βάση ορισμούς, ερμηνείες, αναπαραστάσεις που είναι κυρίαρχες στα ευρύτερα κοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα. Για παράδειγμα, η αντίληψη ότι οι μετανάστες είναι εν δυνάμει εγκληματίες δεν υπάρχει στον νόμο, παράγεται μέσα από εξω-νομικές διαδικασίες, στο κοινωνικό πεδίο και επηρεάζει τη στάση του δικαστή που θα βρεθεί να δικάζει μετανάστες. Και όσο πιο φοβικές ή/και πιο κατασταλτικές στάσεις υπάρχουν στην κοινωνία, τόσο πιο αυστηρές αποφάσεις παράγονται στο δικαστικό πεδίο ανατροφοδοτώντας τον φόβο του εγκλήματος στη βάση της πλασματικής εξίσωσης αύξηση ποινικού πληθυσμού=αύξηση της εγκληματικότητας. Οι έχοντες εμπειρία από ποινικές δίκες και την ανάγνωση της λογικής τους, αβίαστα θα ανακαλέσουν πλήθος παραδειγμάτων καταρράκωσης θεμελιακών αξιωμάτων που παραπέμπουν στην ίδια την αστική νομική κουλτούρα ως αξιώματα που εισήγαγε ο νομικός διαφωτισμός και, ιδεατά, θα έπρεπε να αντανακλώνται στη λειτουργία των τιμωρητικών θεσμών και ειδικότερα στο στάδιο της διαδικασίας στο ακροατήριο. Πρώτον, ότι το άτομο δεν μπορεί να γίνεται μέσο για την άσκηση μιας πολιτικής –κι εδώ αναφέρομαι στην «παραδειγματικού» χαρακτήρα ανακύκλωση των «συνήθων εγκληματιών», στους οποίους τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν και οι νεαροί/διαδηλωτές/εν δυνάμει τρομοκράτες∙ άρα, δεύτερον, ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα της πρόσβασης σε δίκαιη δίκη με ό, τι συνεπάγεται αυτό στο επίπεδο της διασφάλισης των όρων μιας αμερόληπτης κρίσης, η οποία θα βασίζεται σε γεγονότα και αποδείξεις και όχι σε εκτιμήσεις ή αντανακλάσεις του φοβικού κλίματος που κατασκευάζει τους εκάστοτε «εσωτερικούς εχθρούς». Όπως, λοιπόν, είναι αστείο πια να μιλάμε για αναμορφωτική λειτουργία της φυλακής είναι επίσης ανεδαφικό να μιλάμε και για αναμόρφωση του σωφρονιστικού υποσυστήματος αγνοώντας τις εκτροπές του συνολικού συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης κι ας αφήσουμε στην άκρη ψευδεπίγραφους όρους όπως σωφρονισμός ή κοινωνική επανένταξη οι οποίοι προσκρούουν στην ίδια τη δομική παθολογία της φυλακής και στον ανελαστικό χαρακτήρα της κοινωνικής δομής που παράγει αποκλεισμούς τους επικυρώνουν θεσμικά οι ποινικοί θεσμοί.
Δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα οι εισηγήσεις της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για αλλαγές στον σωφρονιστικό κώδικα. Μακριά από εμένα η πρόθεση να ακυρώσω ή να μηδενίσω εισηγήσεις για λήψη μέτρων τα οποία πιθανόν να αμβλύνουν σε κάποιο βαθμό τα δεινά του εγκλεισμού. Καθώς επίσης δεν ξέρω πόσα από αυτά θα υιοθετηθούν τελικά και ποια θα είναι η τελική τους διατύπωση, δεν έχει και νόημα να επιχειρήσω να εντοπίσω πώς εμπεριέχεται σ’ αυτά ένα μείζον ζήτημα το οποίο αφορά παθολογίες που ενδημούν στη συνθήκη του "σωφρονιστικού" εγκλεισμού. Δηλαδή τις εξαιρέσεις οι οποίες, ρητά ή υπόρρητα, θα περιορίσουν την εμβέλεια τους εντάσσοντάς τα στο πλέγμα ανταμοιβών/κυρώσεων, ελέγχων και επιβολής της πειθαρχίας. Μεταθέτοντας σε μεταγενέστερο χρόνο παρόμοιους προβληματισμούς, επιστρέφω για μια ακόμα φορά σ' αυτό που κατά τη γνώμη μου αποτελεί την αφετηρία του "σωφρονιστικού κακού": Οι φυλακές είναι μέρος μόνον ενός ευρύτερου συστήματος παραγωγής «εγκληματιών», είναι το τελικό στάδιο μιας διαδικασίας από-κοινωνικοποίησης που ξεκινά και ολοκληρώνεται ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Πως είναι λοιπόν δυνατόν να αναμορφώσεις το τελικό στάδιο και να περιμένεις αποτελέσματα, πώς μπορεί η οποιαδήποτε μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού τοπίου να επηρεάσει αυτό που προηγείται και αυτό που έπεται: την συνεχώς αυξανόμενη ροή εγκλείστων, προφυλακισμένων ή καταδίκων στις ήδη εκρηκτικά γεμάτες φυλακές, την νομοτελειακή σχεδόν επιστροφή στη φυλακή του μεγαλύτερου αριθμού από αυτούς ως εκ προοιμίου κοινωνικά αποκλεισμένων των οποίων επιβεβαιώθηκε και θεσμικά ο κοινωνικός αποκλεισμός; Πώς μπορεί να επηρεάσει κανείς τις δεσπόζουσες εικόνες περί «του είναι στην πραγματικότητα ο εγκληματίας» και τους τρόπους με τους οποίους αυτές αναπαράγονται μέσα από την αστυνομική επιτήρηση και, κυρίως, την δικαστική κρίση, όταν οι ποινικοί θεσμοί δημιουργούν και αναπαράγουν τους «συνήθεις εγκληματίες» κι αυτό στο πλαίσιο της κανονικότητας και όχι εκτροπών της λειτουργίας τους; Οι διαδικασίες, λοιπόν, που προηγούνται της καταδίκης και παράγουν «πραγματικά» αποτελέσματα στο κοινωνικό πεδίο, η δικαστική απόφαση με δυο λόγια, παραπέμπουν μεν σε νόμους αλλά, επί της ουσίας, είναι η ερμηνεία την οποία δίνει ο δικαστής στον νόμο. Αυτό σημαίνει ότι δεν χρησιμοποιεί έτοιμες κατηγορίες που εμπεριέχονται στον νόμο αλλά "κατασκευάζει" κατηγορίες, ερμηνεύει τον νόμο με βάση ορισμούς, ερμηνείες, αναπαραστάσεις που είναι κυρίαρχες στα ευρύτερα κοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα. Για παράδειγμα, η αντίληψη ότι οι μετανάστες είναι εν δυνάμει εγκληματίες δεν υπάρχει στον νόμο, παράγεται μέσα από εξω-νομικές διαδικασίες, στο κοινωνικό πεδίο και επηρεάζει τη στάση του δικαστή που θα βρεθεί να δικάζει μετανάστες. Και όσο πιο φοβικές ή/και πιο κατασταλτικές στάσεις υπάρχουν στην κοινωνία, τόσο πιο αυστηρές αποφάσεις παράγονται στο δικαστικό πεδίο ανατροφοδοτώντας τον φόβο του εγκλήματος στη βάση της πλασματικής εξίσωσης αύξηση ποινικού πληθυσμού=αύξηση της εγκληματικότητας. Οι έχοντες εμπειρία από ποινικές δίκες και την ανάγνωση της λογικής τους, αβίαστα θα ανακαλέσουν πλήθος παραδειγμάτων καταρράκωσης θεμελιακών αξιωμάτων που παραπέμπουν στην ίδια την αστική νομική κουλτούρα ως αξιώματα που εισήγαγε ο νομικός διαφωτισμός και, ιδεατά, θα έπρεπε να αντανακλώνται στη λειτουργία των τιμωρητικών θεσμών και ειδικότερα στο στάδιο της διαδικασίας στο ακροατήριο. Πρώτον, ότι το άτομο δεν μπορεί να γίνεται μέσο για την άσκηση μιας πολιτικής –κι εδώ αναφέρομαι στην «παραδειγματικού» χαρακτήρα ανακύκλωση των «συνήθων εγκληματιών», στους οποίους τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν και οι νεαροί/διαδηλωτές/εν δυνάμει τρομοκράτες∙ άρα, δεύτερον, ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα της πρόσβασης σε δίκαιη δίκη με ό, τι συνεπάγεται αυτό στο επίπεδο της διασφάλισης των όρων μιας αμερόληπτης κρίσης, η οποία θα βασίζεται σε γεγονότα και αποδείξεις και όχι σε εκτιμήσεις ή αντανακλάσεις του φοβικού κλίματος που κατασκευάζει τους εκάστοτε «εσωτερικούς εχθρούς». Όπως, λοιπόν, είναι αστείο πια να μιλάμε για αναμορφωτική λειτουργία της φυλακής είναι επίσης ανεδαφικό να μιλάμε και για αναμόρφωση του σωφρονιστικού υποσυστήματος αγνοώντας τις εκτροπές του συνολικού συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης κι ας αφήσουμε στην άκρη ψευδεπίγραφους όρους όπως σωφρονισμός ή κοινωνική επανένταξη οι οποίοι προσκρούουν στην ίδια τη δομική παθολογία της φυλακής και στον ανελαστικό χαρακτήρα της κοινωνικής δομής που παράγει αποκλεισμούς τους επικυρώνουν θεσμικά οι ποινικοί θεσμοί.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου