ΟΙ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ ΚΕΡΔΙΣΑΝ ΤΗ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ – ΑΝΟΙΓΕΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ
Έπρεπε, τελικά, να φτάσουν να είναι 1.500 απεργοί πείνας και 8.000 κρατούμενοι σ’ αποχή συσσιτίου, για να ακουστεί από την Πολιτεία η απόγνωση των κρατουμένων. Χιλιάδες συνάνθρωποί μας υποχρεώνονται να επιβιώσουν στις αποθήκες ψυχών, που λέγονται φυλακές. Εκεί ξεχασμένοι πίσω από τα ψηλά τείχη, θάβονται ζωντανοί μέχρι να εκτίσουν την ποινή τους. Έρμαια των δικαστικών αρχών, παραδίδονται στους ανθρωποφύλακες που ορίζουν τον τρόπο ζωής τους. Και μετά τη φυλακή τι; Ένα λερωμένο ποινικό μητρώο και μία κοινωνία απέναντι στο στίγμα της φράσης «πρώην κρατούμενος». «Αφήστε μας ν’ αναπνεύσουμε», φώναζαν οι κρατούμενοι, ζητώντας καλύτερες συνθήκες κράτησης, αποαυστηροποίηση του δικαστικού συστήματος και περιορισμό της φυλακής. Το υπουργείο κώφευε στις κραυγές των κρατουμένων. Τελικά, όμως, υποχώρησε. Ικανοποίησε ένα πάγιο αίτημά τους, την εφάπαξ διαγραφή των πειθαρχικών ποινών –μ’ εξαίρεση τις βαριές πειθαρχικές ποινές, δηλαδή είσοδο ναρκωτικών, βίαιες αποδράσεις και ξυλοδαρμό σωφρονιστικού υπαλλήλου. Οι κρατούμενοι και οι κρατούμενες ανέστειλαν τις κινητοποιήσεις τους, αναμένοντας και τα μεταρρυθμιστικά νομοσχέδια του σωφρονιστικού κώδικα, του ποινικού δικαίου και του νόμου περί ναρκωτικών, τα οποία σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του κ. Καστανίδη «υπερβαίνουν σε προοδευτικότητα ακόμα και αυτά τα αιτήματα των κρατουμένων».
Επιμέλεια: Ιωάννα Δρόσου
Ζούμε σ’ έναν τάφο με ζωντανούς
«Eχουμε ταλαιπωρηθεί πολύ από το δικαστικό σύστημα. Οι δικαστές ρίχνουν χρόνια ποινής χωρίς να ξέρουν, χωρίς να νιώθουν τι σημαίνει 10 και 20 χρόνια φυλακή. Δικάζουν ανάλογα με το νόμο και όχι με τον άνθρωπο. Υπάρχει κρατούμενος με 1 γραμ. κοκαΐνης, που έφαγε ισόβια και άλλος με 2,5 κιλά, που έφαγε 6 χρόνια. Σ’ όλες τις φυλακές της χώρας οι συνθήκες κράτησης είναι αβίωτες. Είμαστε 12.696 κρατούμενοι και μας στοιβάζουν σαν τα ζώα γιατί δεν υπάρχουν κρεβάτια. Βγαίνει ένας και μπαίνουν εφτά. Στα Γιάννενα κοιμούνται στους διαδρόμους και στα Διαβατά στις τουαλέτες. Στο Δομοκό, που είμαι εγώ, το κάθε τρίκλινο κελί είναι 2,5x3μέτρα και συνήθως κοιμάται και ένας τέταρτος στο πάτωμα. Δεν ζητάμε πολυτέλειες, αλλά ανθρώπινες συνθήκες. Ζητάμε γιατρούς, κρεβάτια, νερό, φαγητό… Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οι πειθαρχικές ποινές, που πέφτουν βροχή. Οι περισσότεροι κρατούμενοι έχουν τουλάχιστον ένα δίχρονο πειθαρχικό για απείθεια. Ειδικά αν αρνηθείς να κάνεις ναρκωτσεκ –που το ζητάνε ακόμα και χωρίς αφορμή- σου ρίχνουν δύο χρόνια πειθαρχικό. Και άμα φας πειθαρχικό ξέχνα άδειες, ξέχνα υφ’ όρον απόλυση, ξέχνα τα όλα. Γι’ αυτό ζητάμε να μας τα σβήσουν, για να μπούμε σε μία σειρά, για να διεκδικήσουμε άδειες. Υπάρχουν κρατούμενοι που έχουν εκτίσει την ποινή τους και τους κρατάνε για τα πειθαρχικά. Φυλακή στη φυλακή, δηλαδή. Το χειρότερο όλων είναι το Συμβούλιο της Φυλακής, που αποτελείται από ένα γραμματέα, έναν εισαγγελέα και τον διευθυντή. Αυτοί αποφασίζουν για τις άδειες, την αναστολή, τα πειθαρχικά. Έχουν τη ζωή μας στα χέρια τους. Το υπουργείο μας αγνοεί. Είμαστε τόσες μέρες σ’ απεργία πείνας και δεν ενδιαφέρεται κανείς. Ζούμε σ’ έναν τάφο με ζωντανούς. Προτιμώ να είμαι σε τάφο νεκρός και να κερδίσουμε τον αγώνα μας, παρά να συνεχίσω να ζω έτσι. Όλοι μας τραβάμε έναν Γολγοθά και κανείς δεν μας δίνει σημασία. Εκτός από τον κόσμο που μας στηρίζει απ’ έξω. Είναι τιμή μας που υπάρχουν αλληλέγγυοι και τους εύχομαι να μην χρειαστεί ποτέ να περάσουν από εδώ μέσα».
Σάντος Αμντελ Χαλίμ,
Κρατούμενος στις φυλακές
Δομοκού, μέλος
της συντονιστικής
επιτροπής αγώνα
Η δικαιοσύνη δεν μπορεί να είναι στυγνή
Η αντιλαϊκή και αντικοινωνική πολιτική του νεοφιλελευθερισμού, συνεπάγεται αναπόφευκτα αντιστάσεις από τη μεριά της κοινωνίας, ενδεχομένως και εξεγερτικές διαθέσεις μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Παράλληλα, η πολιτική αυτή και ακριβώς για αυτό το λόγο εκτρέπεται σε πιο αντιδημοκρατικές αντιλαϊκές και άκρως αυταρχικές πρακτικές (ένταση αυταρχικής νομοθεσίας, τρομονόμοι κ.λπ). Μέσα σ’ αυτό το κλίμα πολιτικής, η δικαιοσύνη από τη μια αδυνατεί ν’ αφομοιώσει τις αλλαγές στις νέες συνθήκες και να τις εκλογικεύσει θεσμικά, από την άλλη υπηρετώντας αυτή την πολιτική διευρύνει το χάσμα της απόστασης από τα λαϊκά στρώματα, ταυτίζοντας, μάλλον, τις τύχες της με τις τύχες της άρχουσας αστικής τάξης. Έτσι, όμως, αδυνατεί να συλλάβει το σφυγμό της κοινωνίας. Αδυνατεί, επίσης, να δει τις νέες συνθήκες που σπρώχνουν στον αποκλεισμό μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες και το χειρότερο απ’ όλα, κατά τη γνώμη μου, αδυνατεί να γίνει δέκτης της νέας οικονομικής και θεσμικής κατάστασης σε βάρος της κοινωνίας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών και του κόσμου της εργασίας.
Δεν αφομοίωσε, ως όφειλε, τις νέες κοινωνικές και ηθικές αρχές, αξίες και ευαισθησίες, που προωθήθηκαν και κατακτήθηκαν από τα κοινωνικά κινήματα τις τελευταίες δεκαετίες, οι οποίες έγιναν κτήμα ακόμα και του νομικού μας πολιτισμού. Αξίες και αρχές που αφορούν κυρίως στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου και την κοινωνική αλληλεγγύη και κυρίως ανθρώπους αποκλεισμένους ή περιθωριοποιημένους, φτωχούς, μετανάστες, φυλακισμένους κ.λπ. Δεν αφομοίωσε, δηλαδή, όλη εκείνη την κοινωνική υλική ευαισθησία, που είναι, όχι μόνο αναγκαία, αλλά και νομικά επιβεβλημένη για την ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων.
Έτσι, δικαιοσύνη και δικαστές συνέχισαν ν’ αντιμετωπίζουν την παραβατικότητα αδιαφοροποίητα ως μια εξωτερική εισβολή στην κοινωνία, ως ξένο, δηλαδή, σώμα, που πρέπει ν’ αποκόπτεται ενώ αυτή (η παραβατικότητα) είναι δομικό στοιχείο της κοινωνικής διάρθρωσης, εγγεγραμμένο στον τρόπο σύνταξης και αναπαραγωγής των κοινωνικών αντιθέσεων και συγκρούσεων. Εξ ου και οι εξοντωτικές, πολλές φορές, ποινές και η απαξιωτική εν γένει αντιμετώπιση των πολιτών κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων, σ’ αντίθεση προς αρχές και αξίες που καταχωρούνται και στο Σύνταγμα, όπως η αναλογικότητα των ποινών και η αρχή προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρα 2 και 25 του Συντάγματος). Μην ξεχνάμε ακόμη την πανανθρώπινη και πανάρχαια αρχή της επιείκειας στην αντιμετώπιση της παραβατικότητας, αλλά και την θεμελιώδη αρχή της κοινωνική αλληλεγγύης. Αυτές είναι οι αρχές, που θα έπρεπε να εφαρμόζονται καθολικά, ενιαία και αδιαίρετα, τόσο στη φάση της ποινικής αξιολόγησης της παραβατικότητας, όσο και στο στάδιο της σωφρονιστικής πολιτικής.
Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ο ανθρωπισμός δεν συνάδει με τις φυλακές ανηλίκων, ούτε με κλειστά συστήματα φυλακών, όπου στοιβάζονται οι άνθρωποί μας. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν σταματάει ούτε στις πόρτες των φυλακών. Δοκιμάζεται κάθε στιγμή, εκεί και πάντοτε όταν δοκιμάζονται βασικά και θεμελιώδη δικαιώματα ζωής των ανθρώπων, είτε μέσα είτε έξω από τις φυλακές. Η διαφορά, όμως, στους «από μέσα» με τους «απ’ έξω» είναι ότι έχουν ως όπλο μόνο το δίκιο τους και το μοναχικό, σχεδόν, αγώνα τους για την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων τους. Για να είναι, ωστόσο, αποτελεσματικός αυτός ο αγώνας χρειάζονται οπωσδήποτε την αλληλεγγύη των «απ’ έξω», την αλληλεγγύη όλων μας. Γιατί ο αγώνας αυτός για την αξιοπρέπεια, μας αφορά όλους. Είναι αγώνας δίκαιος για την ίδια τη ζωή. Ιδιαίτερα σε περιόδους μεγάλου κοινωνικού αποκλεισμού και κοινωνικής ασφυξίας, όπως η σημερινή, όπου εξελίσσεται μέσα στην κοινωνία μια γενικευμένη επίθεση της εξουσίας σ’ όλους ανεξαρτήτως τους «από κάτω». Αλληλεγγύη, λοιπόν, στους φυλακισμένους για την προάσπιση της αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων τους.
Κώστας Λευκαδίτης, τέως δικαστής
Ανοίξτε τα κελιά, να δούμε λευτεριά
Αλληλέγγυοι και αλληλέγγυες στον αγώνα των κρατουμένων πραγματοποίησαν πορεία την περασμένη Τρίτη έξω από τις φυλακές Κορυδαλλού, Διαβατών, Λάρισας, Τρικάλων και Πάτρας. Εκεί ενώθηκε η φωνή των «απ’ έξω» με τους «από μέσα» και όλοι μαζί φώναζαν «Λευτεριά σ’ όσους είναι στα κελιά». Οι κρατούμενοι και οι κρατούμενες έκαιγαν τα ρούχα τους, σφύριζαν, φώναζαν συνθήματα. Οι δυνάμεις καταστολής –εκτελώντας, προφανώς, εντολές του υπουργείου- έσφιγγαν τον κλοιό, προσπαθώντας να εμποδίζουν την επικοινωνία με τους κρατούμενους. Τίποτα, όμως, δεν σταμάτησε τις φωνές όλων, που ενώθηκαν και χάρισαν στιγμές ελευθερίας στους κρατούμενους.
Ο υπερπληθυσμός είναι βασανιστήριο
Τα βασανιστήρια από το 1981, με το νόμο Μαγκάκη, θεωρούνται ιδιώνυμο αδίκημα. Όμως, εδώ και πολλά χρόνια παραβιάζονται τα μίνιμουμ στάνταρντ για τη διαμονή των κρατουμένων στις φυλακές και τα σημεία κράτησης, όπου δεν υπάρχουν οι υποτυπώδεις συνθήκες. Ο κάθε κρατούμενος χρειάζεται συγκεκριμένο χώρο δίπλα του, ένα κρεβάτι και να καλύπτονται οι βασικές του ανάγκες. Ο υπερπληθυσμός στα κελιά είναι βασανιστήριο, που έχει να κάνει με τη σχέση του χώρου, της καθαριότητας, της ορθοστασίας και σε μια σειρά καταπατήσεις που συνιστούν τα επίσημα βασανιστήρια. Βασανισμός δεν είναι μόνο ο ξυλοδαρμός ή η φάλαγγα. Αυτά είναι τα συστηματικά βασανιστήρια. Τα μη συστηματικά βασανιστήρια, τα οποία εμπεριέχονται στη Διεθνή Συνθήκη για την Κατάργηση των Βασανιστηρίων, είναι και αυτά που προανέφερα. Επίσης, η έλλειψη συστηματικής ιατρικής φροντίδας, η έλλειψη συνθηκών καθαριότητας, το να κάθονται 100 κρατούμενοι και να περιμένουν να επισκεφτούν την τουαλέτα. Όλα αυτά συνιστούν πραγματικό βασανιστήριο.
Θα πρέπει η κοινωνία των πολιτών να σταθεί στο πλευρό των κρατουμένων και να ζητήσει να τεθούν σ’ εφαρμογή τα μίνιμουμ αυτά στάνταρντ. Οι κρατούμενοι καλώς κάνουν και αντιστέκονται και διεκδικούν τα βασικά δικαιώματά τους. Δεν είναι η φυλακή τόπος μαρτυρίου. Ούτε είναι –φυσικά- τόπος σωφρονισμού, όπως συνηθίζουν ν’ αποκαλούν. Είναι ένας τόπος, όπου ένα άτομο μένει για να μπορέσει να σκεφτεί, να δεχτεί τη βοήθεια ψυχολόγων ή οποιουδήποτε χρειαστεί σε σχέση με την υγεία του, να μπει σ’ ένα δρόμο –κατά κάποιο τρόπο- εκπαίδευσης και να βγει πάλι στην κοινωνία και να συνεχίσει τη ζωή του. Όχι να βγει χειρότερος, απ’ ότι μπήκε. Και δεν τολμάω καν ν’ αναφερθώ στις φυλακές ανηλίκων, όπου γίνεται το μέγιστο έγκλημα.
Μαρία Πινιού Καλλή, διευθύντρια του Ιατρικού Κέντρου Αποκατάστασης Θυμάτων Βασανιστηρίων
Οι Δαναΐδες και οι δεσμώτες
Ενόσω είναι σε εξέλιξη η νομοθετική δραστηριότητα για την αναμόρφωση του σωφρονιστικού συστήματος, τα ευρύτερα συμφραζόμενα δείχνουν για μια ακόμα φορά το ψευδεπίγραφο των ευγενών όρων. Οι φυλακές είναι μέρος μόνον ενός ευρύτερου συστήματος παραγωγής «εγκληματιών», είναι το τελικό στάδιο μιας διαδικασίας από-κοινωνικοποίησης που ξεκινά και ολοκληρώνεται ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να αναμορφώσεις το τελικό στάδιο και να περιμένεις αποτελέσματα όταν τα προηγούμενα στάδια συντείνουν στην παραγωγή νέας σοδειάς προβλημάτων από αυτά τα οποία η όποια μεταρρύθμιση επιχειρεί να επιλύσει; Η εκτίμησή μου είναι ότι τα μέτρα που επεξεργάζεται το υπουργείο Δικαιοσύνης είναι θετικά μόνον από την άποψη ότι πιθανόν να αμβλύνουν σε κάποιο βαθμό τα δεινά του εγκλεισμού· για να συμπληρώσω ότι το όλο σχήμα θυμίζει τον πίθο των Δαναΐδων καθώς, όποιος κι είναι ο αριθμός εκείνων που θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούν τα μέτρα, διωκτικές και δικαστικές αρχές θα υπερκαλύψουν σχεδόν ταυτόχρονα τα κενά που δημιουργούνται στις ήδη εκρηκτικά γεμάτες φυλακές με νέες φουρνιές υπόδικων ή καταδικασμένων με αυστηρές, άρα μακροχρόνιες, ποινές. Γνωστή η απάντηση: η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και η πολιτεία δεν μπορεί να παρεμβαίνει στο έργο της. Γνωστά, όμως, και δύο συνταγματικά αξιώματα που θα έπρεπε να αντανακλώνται στη λειτουργία των τιμωρητικών θεσμών και ειδικότερα στο στάδιο της διαδικασίας στο ακροατήριο. Πρώτον, ότι το άτομο δεν μπορεί να γίνεται μέσο για την άσκηση μιας πολιτικής –κι εδώ αναφέρομαι στην «παραδειγματικού» χαρακτήρα ανακύκλωση των «συνήθων εγκληματιών», στους οποίους τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν και οι νεαροί/διαδηλωτές/εν δυνάμει τρομοκράτες· άρα, δεύτερον, ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα της πρόσβασης σε δίκαιη δίκη με ό,τι συνεπάγεται αυτό στο επίπεδο της διασφάλισης των όρων μιας αμερόληπτης κρίσης, η οποία θα βασίζεται σε γεγονότα και αποδείξεις και όχι σε εκτιμήσεις ή αντανακλάσεις του φοβικού κλίματος που κατασκευάζει τους εκάστοτε «εσωτερικούς εχθρούς».1
Όπως, λοιπόν, είναι αστείο πια να μιλάμε για αναμορφωτική λειτουργία της φυλακής2 είναι επίσης ανεδαφικό να μιλάμε και για αναμόρφωση του σωφρονιστικού υποσυστήματος αγνοώντας τις εκτροπές του συνολικού συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης: οι φωτιές στις ταράτσες των φυλακών ή η ρώσικη ρουλέτα των απεργών πείνας δεν μεταφράζονται στο ανέφικτο αίτημα για καλύτερη φυλακή αλλά στην απαίτηση για λιγότερη φυλακή.
Αφροδίτη Κουκουτσάκη
Πανεπιστημιακός
Σημειώσεις:
1. Καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η δίκη των 11 νεαρών «τρομοκρατών» στη Λάρισα», παραθέτω τις δηλώσεις του νυν Πρωθυπουργού και κυβερνητικών στελεχών την εποχή της σύλληψης, όπως αναφέρονται στην ιστοσελίδα tvxs της 9/12/2010, 16:00, όπου ο κ. Παπανδρέου, σε από κοινού δήλωση με τον Α. Αλαβάνο είχε καταγγείλει ως «απαράδεκτη» τη δίωξη των 11 ανηλίκων ενώ τη διαδικασία είχε καταγγείλει και ο κ. Κακλαμάνης με ιδιαίτερα αυστηρούς χαρακτηρισμούς.
2. Με αφορμή μια υπόθεση που τράβηξε πρόσφατα την προσοχή μου, την υπόθεση της καταδίκης με αυστηρότατη ποινή του Χρυσοβαλάντη Πουζιαρίτη για συμμετοχή στα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2009, αναρωτιέμαι για πολλοστή φορά πώς τηρούνται οι εγγυήσεις για μια δίκαιη δίκη ή πώς νοείται η «αναμορφωτική» λειτουργία της ποινής όταν ο καταδικασθείς υποχρεώνεται να εγκαταλείψει για 9 χρόνια το πρόγραμμα απεξάρτησης το οποίο αποδεδειγμένα ακολουθούσε για να «ανανήψει» σε συνθήκες εγκλεισμού! Ένας ακόμα θάνατος, τον οποίο προφανώς απεύχομαι, απλώς θα αθροίσει και τον κ. Πουζιαρίτη στις παράπλευρες απώλειες του νοσούντος συστήματος;
«Ο μακρινός ορίζοντας της επανένταξης»
Η επιστροφή του/της κρατούμενου/ης στη ζωή «μπροστά απ’ τα κάγκελα» έχει αποδοθεί με διάφορες έννοιες, όπως, αναπροσαρμογή, επανακοινωνικοποίηση, επανένταξη, ενσωμάτωση, κ.ά., έτσι ώστε η σημασιολόγησή της να ανάγεται σε πραγματικό κοινωνικό διακύβευμα, ανάλογα με τους τρόπους θεώρησης του εγκληματία και της φυλακής από την «κοινή γνώμη», τον επιστημονικό λόγο και τον εκάστοτε «ορισμό της συγκυρίας» ως περίπτωση «κοινωνικής κρίσης» ή «ασφυκτικής και άδικης τάξης πραγμάτων»1. Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση στην εγκληματολογία γύρω από την αξιολόγηση των προγραμμάτων κοινωνικής επανένταξης των πρώην κρατουμένων διεξάγεται με πολύ συγκρατημένους τόνους ανάμεσα στο «τίποτα δε γίνεται» και στο «κάτι γίνεται». Ιδιαίτερα, μάλιστα, στη σημερινή ποινική συγκυρία, που χαρακτηρίζεται, γενικά, από την υποχώρηση του προνοιακού βραχίονα της αντεγκληματικής πολιτικής προς όφελος των τιμωρητικών και εξουδετερωτικών λειτουργιών της ποινής, το ζητούμενο από τις πολιτικές κοινωνικής επανένταξης πρέπει να είναι, κατ’ αρχήν, η αναζήτηση ευκαιριών συμμετοχής των αποφυλακισμένων σ’ ένα ραγδαία και εκ βάθρων μεταβαλλόμενο κοινωνικό περιβάλλον και, ειδικότερα, η αντιμετώπιση των ανταγωνιστικών πιέσεων της αγοράς εργασίας, αφού οι ευάλωτοι πληθυσμοί στην αγορά εργασίας, είναι εξίσου ευάλωτοι και απέναντι στο ποινικό σύστημα. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που το ποινικό μητρώο υπενθυμίζει διαρκώς το στίγμα κάθε αποφυλακισμένου/ης… Απ’ αυτή την άποψη, «είναι βέβαιο ότι η επανένταξη, χωρίς να αποτελεί απλή ουτοπία, απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Εμφανίζεται μάλλον σαν τη γραμμή του ορίζοντα προς την οποία πρέπει να τείνουμε»2.
Γιώργος Νικολόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Εγκληματολογίας
στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου, πρόεδρος
του Δ.Σ. του Ν.Π.Ι.Δ. «Επάνοδος»
Σημειώσεις:
1. D. Melossi, Η κοινωνική θεωρία και οι μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις του εγκληματία, στο Α. Κουκουτσάκη (επιμ.), Εικόνες εγκλήματος, Πλέθρον, Αθήνα, 2000, σ.21-59.
2. Ch. Lazerges, Le defi de la reinsertion, Archives de Politique Criminelle, 2000, τ.22, σ. 93.
Μακάρι να ήμουν μαζί με τα παιδιά…
Είναι γνωστό ότι είμαι εναντίον της βίας και της εξουσίας, συνεπώς και εναντίον οποιουδήποτε σωφρονιστικού συστήματος. Το σωφρονιστικό σύστημα είναι ένας ταξικός κατασταλτικός μηχανισμός, που σωρεύει ανθρώπινες ψυχές στις αποθήκες της επίγειας κόλασης, που λέγονται φυλακές, και εκεί τους εγκαταλείπει εντελώς στη μοίρα τους. Η φυλακή από μόνη της είναι πάρα πολύ βαριά, πολύ δε περισσότερο όταν μένουν τόσοι σ’ ένα κελί που είναι μόνο για έναν άνθρωπο. Αυτό και μόνο το γεγονός, κάνει τη ζωή των ανθρώπων κόλαση. Λέω ότι το σωφρονιστικό μας σύστημα είναι ένας ταξικός, κατασταλτικός μηχανισμός, γιατί τιμωρεί τους ατομικούς παραβάτες ενώ αφήνει ατιμώρητα τα εγκλήματα του ίδιου του συστήματος, τα νομοθετημένα εγκλήματα εναντίον λαών, τις γενοκτονίες, τα εγκλήματα τα φαρμακευτικών εταιρειών, που έχουν μετατρέψει το λαό της Αφρικής σε πειραματόζωο ή τα εγκλήματα των εταιρειών πετρελαίου κλπ. Αλήθεια, είδαμε ποτέ κανέναν από αυτούς στη φυλακή; Και μόνο αυτό το γεγονός εξοργίζει αυτούς τους ανθρώπους, που κάτω από διάφορες συνθήκες ο καθένας παρέβη το νόμο. Μήπως κανένας από τα δικά μας τα λαμόγια, τους πολιτικούς, που μας οδήγησαν σε νέα κατοχή, σε νέα φτώχεια, σε νέα εθνική υποτέλεια και εξευτελισμό, μπήκε ποτέ φυλακή; Και μόνο αυτό το γεγονός δεν είναι αρκετό για να εξεγείρει τον κρατούμενο; Και τους υποχρεώνουν όλοι αυτοί οι κερατάδες να ζουν κάτω από συνθήκες τρομακτικές. Ξέρω την φυλακή, την έχω ζήσει. Και πάντα ονειρευόμουν, έστω και αν χρειάζεται να ζούμε σε μία κοινωνία που έχει φυλακές, αυτές να είναι ανοιχτές, να είναι ανθρώπινες. Γιατί ρε Καστανίδη δεν παίρνεις τα χωράφια του Βατοπεδίου, να κάνεις μία φυλακή ανοιχτή; Γιατί δεν παίρνεις το Τατόι να το κάνεις φάρμα; Εκεί οι άνθρωποι θα δουλεύουν, θα δημιουργούν, θα είναι στον αέρα, περιορισμένοι αλλά και ελεύθεροι, μ’ ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν είναι ζώο ο παραβάτης. Μακάρι να ήμουν μαζί με τα παιδιά… Επιτέλους από κάπου να σταματήσει αυτή η ύπνωση της κοινωνίας, την οποία ζούμε. Αυτή η μακαριότητα, αυτή η ηλιθιότητα, που δείχνουμε σαν να έχουμε πάθει... εγκεφαλικό. Μακάρι να ήμουν μαζί με τα παιδιά. Είμαι, όμως, πολύ γέρος πια.
Χρόνης Μίσσιος
Αναδημοσίευση από: www.epohi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου