Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Πρόβλημα στο ν/σ της δικαιοσύνης η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Προβλήματα στο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για τον εξορθολογισμό και τη βελτίωση στην απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης, που ήδη ψηφίστηκε από τη Βουλή, εντόπισε η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι μέχρι σήμερα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει καταδικάσει την Ελλάδα 73 φορές για παραβίαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), λόγω μη εύλογης διάρκειας της ποινικής δίκης και μόνο δύο φορές για παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, λόγω των κακών συνθηκών κράτησης σε σωφρονιστικά καταστήματα, συνθήκες οι οποίες έχουν αποτελέσει αντικείμενο κριτικής από διάφορα διεθνή όργανα ελέγχου.

Σχετικά με τη μετατροπή των ποινών των κρατουμένων σε χρηματικές ποινές και κοινωφελή εργασία, η Εθνική Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ένας από τους λόγους σύνταξης του επίμαχου νομοσχεδίου είναι η αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού των φυλακών, κάτι που έγινε και με ανάλογα νομοθετικά μέτρα κατά το παρελθόν (π.χ. 2008 και 2009) με μόνη διαφορά ότι το παρόν νομοσχέδιο επιφέρει «μονιμότερες λύσεις και όχι εφάπαξ μέτρα».

Ακόμη, η Εθνική Επιτροπή είναι αντίθετη στη διάταξη του νομοσχεδίου που θέτει ως όρο για τη μετατροπή της ποινής (φυλάκισης) σε κοινωφελή εργασία την παροχή της συναίνεσης του κρατουμένου.

«Ατυχή» χαρακτηρίζει η Εθνική Επιτροπή τη διάταξη που αποκλείει την μετατροπή της ποινής στις περιπτώσεις καταδίκης για κακούργημα εμπορίας ναρκωτικών. Δεδομένου, μάλιστα – συνεχίζει η Επιτροπή – ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 1 παρέχει τη δυνατότητα μετατροπής της ποινής μόνο στις περιπτώσεις που αυτή δεν υπερβαίνει τα τρία έτη και έτσι τίθεται το ερώτημα σε ποιες περιπτώσεις αναφέρεται η εν λόγω εξαίρεση.

Και επισημαίνει η Επιτροπή για το ζήτημα αυτό: «Η διατήρηση της εξαίρεσης είναι ατυχής. Για να έχει επιβληθεί ποινή κάτω των τριών ετών για αδίκημα διακίνησης του νόμου περί ναρκωτικών, αναγκαστικά θα πρόκειται για τις συνήθεις πράξεις διακίνησης και όχι τις περιπτώσεις που διώκονται με τις επιβαρυντικές περιστάσεις (που αφορούν μεγάλες ποσότητες, οργανωμένο έγκλημα κλπ) και, επιπλέον, το Δικαστήριο θα έχει δεχθεί τον ισχυρισμό περί εξάρτησης του κατηγορουμένου, οπότε το πλαίσιο ποινής αντί για 10 – 20 χρόνια κάθειρξης, θα μετατρέπεται σε 2 – 12. Συνεπώς, η εξαίρεση αυτή δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση. Εάν το Δικαστήριο δεν θεωρήσει, επιμετρώντας την ποινή ότι επιβάλλεται κάθειρξη αλλά φυλάκιση, και μάλιστα μέχρι τρία έτη, δηλαδή το ελάχιστο, ή περίπου, του πλαισίου ποινής, τότε δεν αντιλαμβάνεται κανείς γιατί ο νομοθέτης πρέπει να επιβάλει τέτοιου είδους δυσμενή διάκριση για μία από τις πολυπληθέστερες κατηγορίες καταδίκων, που κατακλύζουν τις ελληνικές φυλακές».

Αντίθετη είναι εξάλλου η Επιτροπή και στη διάταξη, που προβλέπει την αφαίρεση κάθε δυνατότητας άσκησης οιουδήποτε ένδικου μέσου κατά βουλεύματος από τον πολιτικώς ενάγοντα. Πρέπει να επισημανθεί – συνεχίζει η Επιτροπή – ότι «σε ουκ ολίγες ποινικές υποθέσεις (π.χ. – και εντελώς ενδεικτικά – βασανιστηρίων, ενδοοικογενειακής βίας, προσβολών της γενετήσιας ελευθερίας, trafficking, μαστροπείας, μη καταβολής δεδουλευμένων κ.λπ.), αφενός ο πολιτικώς ενάγων είναι το ασθενές μέρος, αφετέρου διακυβεύεται από την έκβαση της δίκης η προστασία θεμελιώδους δικαιώματός του». Κατά τούτο, «λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι διαθέτει περιορισμένα δικαιώματα στο στάδιο της προδικασίας, η ανυπαρξία ενδίκου μέσου κατά βουλεύματος ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να προσβάλλει ουσιαστικά δικαιώματά του υπερνομοθετικής ισχύος, ιδίως αυτά που κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό (ή και αυτοτελώς) με τα άρθρα 6 και 13 της Σύμβασης».

Η Επιτροπή δεν συμφωνεί με την άμεση σύνδεση των αναβλητικών αποφάσεων με τον πειθαρχικό έλεγχο και την αξιολόγηση των δικαστών, καθώς αυτό «εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους, λόγω της αυστηροποίησης που αναμένεται να επιφέρει, αλλά και της πιθανής αυτοματοποίησης».

Χρειάζεται γενναία μεταρρύθμιση του ποινικού δικαίου

Συμπερασματικά, η Εθνική Επιτροπή καταλήγει: «Σε κάθε περίπτωση, η ΕΕΔΑ επισημαίνει ότι η λύση στο πρόβλημα της υπερφόρτωσης των ποινικών δικαστηρίων και της συνακόλουθης καθυστέρησης της απονομής της δικαιοσύνης δεν μπορεί να επιτευχθεί εάν δεν γίνει μία γενναία και εκτεταμένη μεταρρύθμιση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Η αποκάθαρσή του από την εκπληκτική πληθώρα αδικημάτων ήσσονος απαξίας, καθώς και από τις αναρίθμητες διοικητικές παραβάσεις πρέπει να είναι ο ένας πυλώνας της προσπάθειας. Αν και το σχέδιο νόμου κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση, με την αφαίρεση πληθώρας πλημμελημάτων (π.χ. του ΚΟΚ, υγειονομικές παραβάσεις κ.λπ.) από την αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και την υπαγωγή τους στο Πταισματοδικείο, είναι, πάντως, απορίας άξιο γιατί η σχετική μεταρρυθμιστική προσπάθεια δεν ολοκληρώνεται στην ίδια λογική: αποποινικοποίηση, καθώς για τη συντριπτική πλειοψηφία των σχετικών παραβάσεων και πολλών άλλων διοικητικών, θα αρκούσε η πρόβλεψη διοικητικών κυρώσεων.

Ο δεύτερος πυλώνας θα έπρεπε να είναι η ελάφρυνση των ποινών και ο δραστικός περιορισμός του αριθμού των κακουργημάτων, με ιδιαίτερη στόχευση τα αδικήματα της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, που «παράγουν» ένα αδικαιολόγητα υψηλό ποσοστό των υποθέσεων, αλλά και των κρατουμένων. Ήδη, το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει συστήσει νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την αναμόρφωση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών υπό την προεδρία του καθηγητή Ν. Παρασκευόπουλου, της οποίας οι προτάσεις ενδέχεται να κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Εντούτοις, πρέπει να υπάρξει γενικότερη μέριμνα, αφενός μεν να ερευνηθούν, καταγραφούν και αξιολογηθούν ως προς τα αποτελέσματά τους οι, αθρώες τις δύο τελευταίες δεκαετίες, «κακουργηματοποιήσεις», ώστε εντέλει να παραμείνουν ως κακουργήματα μόνο οι εγκληματικές πράξεις με ιδιαίτερη απαξία, αφετέρου δε να αποτραπεί στο μέλλον η επανάληψη των ίδιων λαθών. Προς αυτήν την κατεύθυνση, πρέπει να επισημανθεί ως παράδειγμα η αντίφαση που συνιστά η – ορθή κατά την ΕΕΔΑ – αύξηση του ποσού των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών που συνιστούν ποινικό αδίκημα, που υιοθετεί το παρόν Σ/Ν, με την εξαγγελθείσα ευρεία ποινικοποίηση, με κακουργηματικό υπό ειδικές περιστάσεις χαρακτήρα, της φοροδιαφυγής.

Στο πεδίο της ποινικής δικονομίας τέλος, υπάρχει έδαφος για ουσιαστικές παρεμβάσεις, ιδίως στα ζητήματα της προδικασίας, ούτως ώστε να καταστεί αυτή αποτελεσματικότερη, τόσο για την προστασία των δικαιωμάτων των εμπλεκομένων προσώπων, όσο και για την υπηρέτηση των σκοπών της αντεγκληματικής πολιτικής. Πολλές από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, παρά την ευγενή τους στόχευση, έχουν ένα «μηχανιστικό» χαρακτήρα και ενδέχεται να έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα, ακόμα και στο πεδίο της επιτάχυνσης.
Το νυν ισχύον, φαινομενικά πολυτελές σε εγγυήσεις, σύστημα της ενδιάμεσης διαδικασίας, στην πραγματικότητα παράγει ασκόπως παραπομπές σε ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό, όπως αποδεικνύεται από τις απορρίψεις των ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων αφενός, τις πολλές απαλλαγές στο ακροατήριο αφετέρου. Αλλά και οι προτεινόμενες με το Σ/Ν αλλαγές δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν ριζικά αυτές τις παθογένειες, ενώ συρρικνώνουν δραστικά τα ένδικα μέσα. Μια πραγματική μεταρρύθμιση, προς την οποία η ΕΕΔΑ έχει τη δυνατότητα και τη διαθεσιμότητα να συμβάλλει, προϋποθέτει ότι θα τεθούν τα σωστά ερωτήματα για να δοθούν οι σωστές απαντήσεις. Από μια τέτοια μεταρρύθμιση κερδίζουν και το Κράτος Δικαίου και το δημόσιο συμφέρον».


Πηγή: www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

Αναδημοσίευση από: www.dousisnews.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου